βεβηλώσει

βεβηλώσει
βεβήλωσις
profanation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
βεβηλώσεϊ , βεβήλωσις
profanation
fem dat sg (epic)
βεβήλωσις
profanation
fem dat sg (attic ionic)
βεβηλόω
profane
aor subj act 3rd sg (epic)
βεβηλόω
profane
fut ind mid 2nd sg
βεβηλόω
profane
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μακκαβαίοι — Ονομασία που δόθηκε στους γιους του Ματταθία, ιερέα της πόλης Μωδεΐν, και οργανωτή της ιουδαϊκής εξέγερσης εναντίον του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος ήθελε να εξελληνίσει τους Εβραίους και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη θρησκεία τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”